- ανεπίσημο
- resmi olmayan, gayrı resmi
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
δειπνάριον — δειπνάριον, το (Α) ανεπίσημο δείπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό τού δείπνον] … Dictionary of Greek
δειπνίον — δειπνίον, το (Α) φτωχικό, ανεπίσημο δείπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό τού δείπνον] … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
παραγοντισμός — ο η επικράτηση στην πολιτική ζωή τών κομματικών παραγόντων και όχι τών ιδεολογικών αρχών, χαρακτηρισμός ενός προτύπου κοινωνικής συμπεριφοράς που καθορίζεται από άτομα τα οποία λόγω τής θέσης τους ή άλλων πλεονεκτημάτων διαδραματίζουν ανεπίσημο… … Dictionary of Greek
τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
Εμπόριος, Βενέδικτος — (τέλη 16ου αι. – αρχές 17ου αι.). Ζωγράφος. Καταγόταν από τα Χανιά της Κρήτης, αλλά έζησε και εργάστηκε στη Βενετία, στο περιβάλλον της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου των Γραικών. Ίσως να ήταν συγγενής του ζωγράφου Αντωνίου Μπορή (Μπορής ήταν το… … Dictionary of Greek
ανεπίσημος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι επίσημος, ιδιωτικός, κοινός: Το γεύμα που παρατέθηκε ήταν ανεπίσημο. 2. αυτός που γίνεται με τρόπο κοινό κι όχι επίσημο κι όπως απαιτεί η περίσταση: Ανεπίσημη μεσολάβηση των ΗΠΑ για τη λύση του Κυπριακού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)